Μεταφραστική Υπηρεσία Υπουργείου Εξωτερικών, Αθήνα
SERVICE DES TRADUCTIONS DU MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES DE LA REPUBLIQUE HELLENIQUE, ATHENES
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE, ATHENS
ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ
ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ
ΥΠΟΘΕΣΗ ΠΙΑΛΟΠΟΥΛΟΣ ΚΑΙ ΛΟΙΠΟΙ ΚΑΤΑ ΕΛΛΑΔΑΣ (αρ.2)
(Προσφυγή αριθ.40758/09)
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ
7 Σεπτεμβρίου 2017
Η παρούσα απόφαση θα καταστεί οριστική υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 44 παρ.2 της Σύμβασης. Ενδέχεται να υποστεί τυπικές διορθώσεις.
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ
Στην υπόθεση Πιαλόπουλος και λοιποί κατά Ελλάδας (αρ.2),
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Πρώτο Τμήμα), συνεδριάζοντας σε τμήμα αποτελούμενο από τους:
Kristina Pardalos, Πρόεδρο,
Λίνο-Αλέξανδρο Σισιλιάνο,
Ales Pejchal,
Krzysztof Wojtyczek,
Pauliine Koskelo,
Tim Eicke,
Jovan Ilievski, Δικαστές
και Abel Campos, Γραμματέα Τμήματος,
Αφού διασκέφθηκε σε συμβούλιο στις 27 Iουνίου 2017,
Εκδίδει την παρακάτω απόφαση, η οποία ελήφθη κατά την ως άνω ημερομηνία:
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
1.Η υπόθεση εισήχθη με μία προσφυγή (αρ.40758/09) στρεφόμενη κατά
της Ελληνικής Δημοκρατίας, τέσσερις υπήκοοι της οποίας, οι Κοι Μιχαήλ Πιαλόπουλος, Αριστοφάνης Αλεξίου και Νικόλαος Γεωργακόπουλος και η Κα Αριστέα Πιαλοπούλου («οι προσφεύγοντες»), προσέφυγαν στο Δικαστήριο στις 15 Ιουλίου 2009 δυνάμει του άρθρου 34 της Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών («η Σύμβαση»).
2. Ενώπιον του Δικαστηρίου, οι προσφεύγοντες εκπροσωπήθηκαν από τους Σ. Τσακυράκη και Π. Μπερνίτσα, Δικηγόρους Αθηνών. Η Ελληνική Κυβέρνηση («η Κυβέρνηση») εκπροσωπήθηκε από τους απεσταλμένους του αντιπροσώπου της, Κα Κ.Παρασκευοπούλου, και Κο Ι.Μπακόπουλο, Νομικό Σύμβουλο και Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, αντίστοιχα.
3. Οι προσφεύγοντες επικαλούνται παραβιάσεις των άρθρων 6 παρ.1 και 13 της Σύμβασης καθώς και του άρθρου 1 του υπ’αρ.1 Πρωτοκόλλου.
4. Στις 29 Απριλίου 2010, η προσφυγή κοινοποιήθηκε στην Κυβέρνηση.
ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ι. ΟΙ ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΥΠΟ ΚΡΙΣΗ ΥΠΟΘΕΣΗΣ
5. Οι προσφεύγοντες γεννήθηκαν το 1951, 1930, 1964 και 1949 αντίστοιχα και κατοικούν στην Αθήνα.
Α. Τα πραγματικά περιστατικά της παρούσας υπόθεσης
6. Οι προσφεύγοντες είναι ιδιοκτήτες οικοπέδου συνολικής επιφάνειας 7723 τ.μ. στη συνοικία Νέου Ψυχικού στην Αθήνα. Στις 18 Φεβρουαρίου 1987, δύο από τους προσφεύγοντες ζήτησαν από τον Νομάρχη της Ανατολικής Αττικής να τους χορηγήσει άδεια ανέγερσης ενός πολυόροφου εμπορικού κέντρου. Την 1η Ιουνίου 1987, ο Νομάρχης έλαβε την απόφαση να απαγορεύσει για ένα έτος την ανέγερση εμπορικών κέντρων, τα οποία υπερέβαιναν κάποιο ύψος.
7. Το άνω οικόπεδο έγινε αντικείμενο σειράς απαλλοτριώσεων. Η πρώτη αποφασίστηκε την 1η Μαρτίου 1988 ενόψει της μετατροπής του άνω οικοπέδου σε «χώρο πρασίνου». Η δεύτερη επήλθε στις 21 Μαϊου 1990 και βασίστηκε στην τροποποίηση του πολεοδομικού σχεδίου του Νέου Ψυχικού. Η τρίτη κηρύχθηκε στις 19 Αυγούστου 1993. Στις 16 Νοεμβρίου 1989, το Πρωτοδικείο Αθηνών όρισε σε 732 300 000 δραχμές την οφειλόμενη προσωρινή αποζημίωση για την πρώτη απαλλοτρίωση.
8. Η πρώτη απαλλοτρίωση ακυρώθηκε στις 8 Νοεμβρίου 1991 από το Εφετείο Αθηνών για το λόγο ότι καμία αποζημίωση δεν καταβλήθηκε στους προσφεύγοντες μέσα στην προθεσμία δεκαοκτώ μηνών που ορίζει το Σύνταγμα. Η απαλλοτρίωση αυτή παρέμεινε θεωρητικά σε ισχύ έως την ακύρωσή της από τον Πρόεδρο της Περιφέρειας Αττικής στις 2 Ιουλίου 2002. Η δεύτερη απαλλοτρίωση δεν ακυρώθηκε. Η τρίτη ακυρώθηκε με απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας της 10ης Ιουλίου 1995.
9. Στις 14 Φεβρουαρίου 1997, η Νομαρχία Αθηνών, απαντώντας σε αίτηση του δεύτερου προσφεύγοντα, τον ενημέρωσε ότι δυνάμει της από 21 Μαϊου 1990 απόφασης, το επίδικο οικόπεδο δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί παρά μόνο για την δημιουργία πάρκου ή υπόγειου σταθμού αυτοκινήτων. Στις 17 Οκτωβρίου 1997, η Νομαρχία Ανατολικής Αττικής απέρριψε αίτηση του
δεύτερου προσφεύγοντα με την οποία ζητούσε να του χορηγηθεί άδεια οικοδόμησης υπαίθριου χώρου στάθμευσης. Την ίδια ημέρα, ο τελευταίος κατέθεσε άλλη αίτηση για την χορήγηση άδειας δημιουργίας υπόγειου γκαράζ. Στις 4 Νοεμβρίου 1997, η Νομαρχία τού απάντησε ότι ο χώρος στάθμευσης θα δημιουργείτο από εγκεκριμένο οργανισμό αφού ολοκληρωνόταν η διαδικασία της απαλλοτρίωσης.
10. Στις 7 Μαρτίου 1997, οι προσφεύγοντες κατέθεσαν αίτηση ενώπιον του Δικαστηρίου. Εκείνο έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 1 του υπ’αρ.1 Πρωτοκόλλου για το λόγο ότι οι προσφεύγοντες είχαν στερηθεί την χρήση της ιδιοκτησίας τους καθώς και του άρθρου 6 παρ.1 της Σύμβασης για το λόγο ότι οι αρχές δεν ακύρωσαν ρητά την πρώτη απαλλοτρίωση και άρα δεν εκπλήρωσαν την υποχρέωσή τους να συμμορφωθούν στην απόφαση του Εφετείου της 8ης Νοεμβρίου 1991. Με δεύτερη απόφαση της 27ης Ιουνίου 2002 (δίκαιη ικανοποίηση), το Δικαστήριο επεδίκασε στους προσφεύγοντες 3 850 000 ευρώ λόγω υλικής βλάβης και 40 000 ευρώ λόγω ηθικής βλάβης (Πιαλόπουλος και λοιποί κατά Ελλάδας, αρ.37095/97, 15 Φεβρουαρίου 2001 και Πιαλόπουλος και λοιποί κατά Ελλάδας (δίκαιη ικανοποίηση), αρ.37095/97, 27 Ιουνίου 2002).
11. Με απόφαση της 15ης Ιουλίου 2002, ο Πρόεδρος της Περιφέρειας Αττικής ήρε το βάρος στο οικόπεδο των προσφευγόντων ακυρώνοντας την απαλλοτρίωση που επιβλήθηκε το 1988 και κηρύσσοντάς το οικοδομήσιμο μόνο προς οικιστική χρήση. Κανένα διοικητικό ή δικαστικό ένδικο βοήθημα δεν ασκήθηκε κατά της απόφασης αυτής.
Β. Η διαδικασία σχετικά με την απαλλοτρίωση που διατάχθηκε στις 21 Μαϊου 1990
12. Στις 29 Ιανουαρίου 2004, οι προσφεύγοντες κάλεσαν τη Νομαρχία Αθηνών να ακυρώσει την απαλλοτρίωση της 21ης Μαϊου 1990, ισχυριζόμενοι ότι είχε μεσολαβήσει μεγάλο χρονικό διάστημα και ότι το μέτρο αυτό έπρεπε να καταστεί άκυρο καθώς δεν συνοδεύτηκε από τα απαραίτητα σχέδια. Αφού έλαβε την έγκριση του Νομικού Τμήματος της Νομαρχίας και του Συμβουλίου πολεοδομικής πολιτικής, ο Νομάρχης αποφάσισε να κινήσει τη
διαδικασία ακύρωσης. Για την απόφασή του αυτή έλαβε ιδίως υπόψη του το γεγονός ότι ο δήμος Νέου Ψυχικού δεν διέθετε τα απαραίτητα χρήματα για να αποζημιώσει τους προσφεύγοντες.
13. Στις 17 Ιανουαρίου 2005, ο Νομάρχης Αθηνών έλαβε μία απόφαση (που δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης την ίδια ημέρα) με την οποία επιβεβαίωνε την αυτεπάγγελτη άρση της απαλλοτρίωσης λόγω μη αποζημίωσης, τροποποιούσε ταυτόχρονα το σχέδιο πόλης και όριζε ως όρους δόμησης εκείνους που προβλέπονται για το σύνολο του οικοδομικού τετραγώνου. Από την απόφαση αυτή, η οποία παρέπεμπε στα υφιστάμενα πρότυπα δόμησης, προέκυπτε σιωπηρά ότι το επίδικο οικόπεδο μπορούσε να χρησιμοποιηθεί μόνο για την ανέγερση κατοικιών και όχι εμπορικού κέντρου.
14. Στις 25 Απριλίου 2005, ο δήμος Νέου Ψυχικού προσέφυγε στο Συμβούλιο της Επικρατείας με αίτηση ακύρωσης της άνω απόφασης, ζητώντας και πετυχαίνοντας την χορήγηση ανασταλτικού αποτελέσματος της προσφυγής του. Οι ενδιαφερόμενοι παρενέβησαν στη διαδικασία για να ζητήσουν τη διατήρηση της επίμαχης απόφασης.
15. Αρχικά προσδιορισμένη για τις 4 Οκτωβρίου 2006, η δικάσιμος αναβλήθηκε για τις 23 Μαϊου 2007, κατόπιν για τις 13 Ιουνίου 2007, οπότε και έλαβε χώρα.
16. Με την υπ’αριθ.289/2009 από 28 Ιανουαρίου 2009 απόφασή του (καθαρογράφτηκε στις 10 Μαρτίου 2009), το Συμβούλιο της Επικρατείας, χωρίς να αμφισβητήσει την άρση ipso jure της απαλλοτρίωσης λόγω μη αποζημίωσης, έκρινε ότι εκείνη δεν καθιστούσε το ακίνητο οικοδομήσιμο και ότι εν αναμονή της ολοκλήρωσης των τροποποιήσεων του πολεοδομικού σχεδίου της πόλης το θέμα του καθεστώτος του επίμαχου ακινήτου «δεν ήταν τακτοποιημένο από πολεοδομική άποψη». Προσέθεσε ότι η Υπηρεσία δεν ήταν υποχρεωμένη να κηρύξει το οικόπεδο οικοδομήσιμο και ότι έπρεπε, κατά πρώτο λόγο, να αναζητήσει εάν υπήρχαν αντικειμενικοί λόγοι που το καθιστούσαν μη οικοδομήσιμο, σε σχέση ιδίως με τα χαρακτηριστικά του οικοπέδου και της ζώνης όπου βρισκόταν (ζώνη με μεγάλη πληθυσμιακή πυκνότητα, ζώνη σε περιοχή ιδιαίτερου φυσικού κάλλους ή περιοχή που αξίζει ιδιαίτερης προστασίας) καθώς και των πολεοδομικών αναγκών τη ζώνης και της χωροταξίας. Διευκρίνισε ότι, μετά την εξέταση αυτή, επαφίετο στη Διοίκηση να αποφασίσει εάν ένα οικόπεδο έπρεπε α) να αποκλειστεί από το πολεοδομικό σχέδιο, β) να επιβαρυνθεί με νέα απαλλοτρίωση ή γ) να κηρυχθεί οικοδομήσιμο.
17. Το Συμβούλιο της Επικρατείας επεσήμανε ότι το επίδικο οικόπεδο βρισκόταν σε ζώνη όπου η οικοδόμηση ήταν πολύ πυκνή και ότι αποτελούσε έναν από του τελευταίους «πνεύμονες πρασίνου» της κοινότητας. Παρατήρησε ότι η παρουσία πολλών εμπορικών κέντρων και μαγαζιών στην γύρω περιοχή προκαλούσε πολύ έντονα κυκλοφοριακά προβλήματα. Εκτίμησε ότι, λαμβανομένων υπόψη της θέσης του οικοπέδου και των επιπτώσεων αυτής στη διαμόρφωση της ζώνης, η τροποποίηση του σχεδίου πόλης προϋπέθετε πολεοδομική παρέμβαση με σοβαρές συνέπειες στην χωροταξία της κοινότητας και την ποιότητα ζωής στην ζώνη.
18. Συμπέρανε ότι καμία διοικητική οντότητα άλλη από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας δεν θα μπορούσε εν προκειμένω να προβεί στην τροποποίηση του σχεδίου πόλης. Ακυρώνοντας την απόφαση του Νομάρχη, παρέπεμψε την υπόθεση στη Διοίκηση ενόψει της ρύθμισης του πολεοδομικού καθεστώτος του επίδικου οικοπέδου.
19. Στις 13 Ιουλίου 2010, οι προσφεύγοντες ζήτησαν από τη Διοίκηση να εφαρμόσουν την απαιτούμενη διαδικασία για την θέσπιση προεδρικού διατάγματος.
20. Με επιστολή της 16ης Ιουλίου 2010, η Διεύθυνση Πολεοδομίας του Υπουργείου Περιβάλλοντος κάλεσε τον Δήμο Νέου Ψυχικού να της γνωστοποιήσει εντός προθεσμίας δύο μηνών εάν εξακολουθούσε να επιθυμεί την μετατροπή του οικοπέδου σε «χώρο πρασίνου» και, εάν ναι, να την πληροφορήσει για την ικανότητά του να αποζημιώσει τους προσφεύγοντες. Του διευκρίνισε ότι στην περίπτωση που θα τελούσε σε αδυναμία χορήγησης αποζημίωσης, θα όφειλε να δώσει εξηγήσεις και να δικαιολογήσει την ικανότητά του προς δανεισμό.
21. Το Προεδρικό Διάταγμα, το οποίο τροποποίησε το σχέδιο πόλης και όρισε την χρήση και τους περιορισμούς δόμησης του οικοδομικού τετραγώνου που περιλαμβάνει το επίδικο οικόπεδο υιοθετήθηκε στις 5 Οκτωβρίου 2016.
Γ. Οι αγωγές αποζημίωσης που ασκήθηκαν βάσει των άρθρων 105 και 106 του εισαγωγικού νόμου του Αστικού Κώδικα
22. Στις 14 Ιουνίου 2006, οι προσφεύγοντες κατέθεσαν ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών αγωγή αποζημίωσης βάσει των άρθρων 105 και 106 του εισαγωγικού νόμου του Αστικού Κώδικα. Απαιτούσαν 1 313 978,39 ευρώ προς ικανοποίηση της βλάβης που υπέστησαν λόγω της απώλειας χρήσης της ιδιοκτησίας τους από την 1η Ιανουαρίου 2002 έως τις 31 Μαϊου 2006, 910 000 ευρώ για το διαφυγόν κέρδος λόγω της αδυναμίας τους να κατασκευάσουν υπαίθριο χώρο στάθμευσης και 100 000 ευρώ ο καθένας λόγω ηθικής βλάβης. Με τις αποφάσεις αρ.13538/2012 και 5018/2014, το Διοικητικό Πρωτοδικείο και το Διοικητικό Εφετείο, αντίστοιχα, απέρριψαν τα αιτήματα των προσφευγόντων. Στις 24 Δεκεμβρίου 2014, εκείνοι άσκησαν αίτηση αναίρεσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Η δικάσιμος, αρχικά προσδιορισμένη για τις 7 Νοεμβρίου 2016, αναβλήθηκε για τις 19 Ιουνίου 2017.
23. Στις 15 Ιουλίου 2010, οι προσφεύγοντες κατέθεσαν ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών νέα αγωγή αποζημίωσης βάσει των ίδιων άρθρων προκειμένου να τους επιδικασθεί αποζημίωση 4 377 238,22 ευρώ προς ικανοποίηση βλαβών που φέρονται να υπέστησαν από την 1η Ιουνίου 2016 έως τις 30 Ιουνίου 2010. Με τις υπ.αριθ.3211/2012 και 3436/2014 αποφάσεις, το Διοικητικό Πρωτοδικείο και το Διοικητικό Εφετείο, αντίστοιχα, απέρριψαν τα αιτήματα των προσφευγόντων. Στις 10 Νοεμβρίου 2015, άσκησαν αναίρεση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Η δικάσιμος, αρχικά προσδιορισμένη για τις 9 Ιανουαρίου 2017, αναβλήθηκε για τις 6 Νοεμβρίου 2017.
ΙΙ. ΤΟ ΟΙΚΕΙΟ ΕΘΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ
Α. Το Σύνταγμα
24. Τα οικεία άρθρα του Συντάγματος ορίζουν τα εξής:
Άρθρο 17
«1. H ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του Kράτους, τα δικαιώματα όμως που απορρέουν από αυτή δεν μπορούν να ασκούνται σε βάρος του γενικού συμφέροντος.
2. Kανένας δεν στερείται την ιδιοκτησία του, παρά μόνο για δημόσια ωφέλεια που έχει αποδειχθεί με τον προσήκοντα τρόπο, όταν και όπως ο νόμος ορίζει, και πάντοτε αφού προηγηθεί πλήρης αποζημίωση, που να ανταποκρίνεται στην αξία την οποία είχε το απαλλοτριούμενο κατά το χρόνο της συζήτησης στο δικαστήριο για τον προσωρινό προσδιορισμό της αποζημίωσης. Aν ζητηθεί απευθείας ο οριστικός προσδιορισμός της αποζημίωσης, λαμβάνεται υπόψη η αξία κατά το χρόνο της σχετικής συζήτησης στο δικαστήριο.
Αν η συζήτηση για τον οριστικό προσδιορισμό της αποζημίωσης διεξαχθεί μετά την παρέλευση έτους από τη συζήτηση για τον προσωρινό προσδιορισμό, τότε για τον προσδιορισμό της αποζημίωσης λαμβάνεται υπόψη η αξία κατά το χρόνο της συζήτησης για τον οριστικό προσδιορισμό. Στην απόφαση κήρυξης πρέπει να δικαιολογείται ειδικά η δυνατότητα κάλυψης της δαπάνης αποζημίωσης. Η αποζημίωση, εφόσον συναινεί ο δικαιούχος, μπορεί να καταβάλλεται και σε είδος ιδίως με τη μορφή της παραχώρησης της κυριότητας άλλου ακινήτου ή της παραχώρησης δικαιωμάτων επί άλλου ακινήτου.
3. H ενδεχόμενη μεταβολή της αξίας του απαλλοτριούμενου μετά τη δημοσίευση της πράξης απαλλοτρίωσης, και μόνο εξαιτίας της, δεν λαμβάνεται υπόψη.
4. Η αποζημίωση ορίζεται από τα αρμόδια δικαστήρια. Μπορεί να οριστεί και προσωρινά δικαστικώς, ύστερα από ακρόαση ή πρόσκληση του δικαιούχου, που μπορεί να υποχρεωθεί κατά την κρίση του δικαστηρίου να παράσχει για την είσπραξή της ανάλογη εγγύηση, σύμφωνα με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος. Νόμος μπορεί να προβλέπει την εγκαθίδρυση ενιαίας δικαιοδοσίας, κατά παρέκκλιση από το άρθρο 94, για όλες τις διαφορές και υποθέσεις που σχετίζονται με απαλλοτρίωση, καθώς και την κατά προτεραιότητα διεξαγωγή των σχετικών δικών. Με τον ίδιο νόμο μπορεί να ρυθμίζεται ο τρόπος με τον οποίο συνεχίζονται εκκρεμείς δίκες.
Πριν καταβληθεί η οριστική ή προσωρινή αποζημίωση διατηρούνται ακέραια όλα τα δικαιώματα του ιδιοκτήτη και δεν επιτρέπεται η κατάληψη.
Προκειμένου να εκτελεστούν έργα γενικότερης σημασίας για την οικονομία της χώρας είναι δυνατόν, με ειδική απόφαση του δικαστηρίου που είναι αρμόδιο για τον οριστικό ή προσωρινό προσδιορισμό της αποζημίωσης, να επιτρέπεται η πραγματοποίηση εργασιών και πριν από τον προσδιορισμό και την καταβολή της αποζημίωσης, υπό τον όρο της καταβολής εύλογου τμήματος της αποζημίωσης και της παροχής πλήρους εγγύησης υπέρ του δικαιούχου της αποζημίωσης, όπως νόμος ορίζει. Η δεύτερη πρόταση του πρώτου εδαφίου εφαρμόζεται αναλόγως και στις περιπτώσεις αυτές.
H αποζημίωση που ορίστηκε καταβάλλεται υποχρεωτικά το αργότερο μέσα σε ενάμισι έτος από τη δημοσίευση της απόφασης για τον προσωρινό προσδιορισμό της αποζημίωσης και, σε περίπτωση απευθείας αίτησης για οριστικό προσδιορισμό της αποζημίωσης, από τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης του δικαστηρίου, διαφορετικά η απαλλοτρίωση αίρεται αυτοδικαίως.
H αποζημίωση δεν υπόκειται, ως αποζημίωση, σε κανένα φόρο, κράτηση ή τέλος.
(...)».
Άρθρο 43
«1. O Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκδίδει τα διατάγματα που είναι αναγκαία για την εκτέλεση των νόμων και δεν μπορεί ποτέ να αναστείλει την εφαρμογή τους ούτε να εξαιρέσει κανέναν από την εκτέλεσή τους.
2. Ύστερα από πρόταση του αρμόδιου Yπουργού επιτρέπεται η έκδοση κανονιστικών διαταγμάτων, με ειδική εξουσιοδότηση νόμου και μέσα στα όριά της. Eξουσιοδότηση για έκδοση κανονιστικών πράξεων από άλλα όργανα της Διοίκησης επιτρέπεται προκειμένου να ρυθμιστούν ειδικότερα θέματα ή θέματα με τοπικό ενδιαφέρον ή με χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτομερειακό.
(...)».
25. Η έγκριση ή τροποποίηση των πολεοδομικών σχεδίων και η υιοθέτηση των κανονιστικών προτύπων που διέπουν τους όρους δόμησης υπάγεται στην αρμοδιότητα του Προέδρου της Δημοκρατίας (υπ’αρ.963/2007 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας).
26. Με την υπ’αρ.3908/2007 απόφαση της Ολομέλειάς του, το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι ή άρση απαλλοτρίωσης αυτεπαγγέλτως σε περίπτωση μη καταβολής της αποζημίωσης απαλλοτρίωσης εντός προθεσμίας ενάμισι έτους από τη δημοσίευση της απόφασης του δικαστηρίου ίσχυε εξίσου για τις απαλλοτριώσεις σχετικά με την χάραξη σχεδίου πόλης.
27. Προκύπτει επίσης από τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ότι οι χαράξεις του σχεδίου εγκρίνονται, τροποποιούνται ή επεκτείνονται σύμφωνα με διοικητική διαδικασία, η οποία καταλήγει στην έκδοση πράξης από την αρμόδια διοικητική αρχή. Λαμβανομένων υπόψη της σημαντικότητας της πράξης αυτής και της επίπτωσής της στο γενικό συμφέρον και στα συμφέροντα των θιγόμενων ιδιοκτητών, η αρχή της νομικής ασφάλειας επιβάλλει την έκδοση νέας πράξης σε περίπτωση ανάκλησης ή ακύρωσης της πρώτης πράξης (απόφαση αρ.4586/2005 του Συμβουλίου της Επικρατείας).
28. Όταν αίρεται αυτεπαγγέλτως απαλλοτρίωση σε περίπτωση μη καταβολής της αποζημίωσης απαλλοτρίωσης, η Διοίκηση δεν υποχρεούται να καταστήσει αυτομάτως το οικόπεδο οικοδομήσιμο. Πρέπει πρώτα να εξετάσει εάν υπάρχουν λόγοι που εμποδίζουν τη δόμηση. Πρέπει, επιπλέον, να εξετάσει τα χαρακτηριστικά του επίδικου οικοπέδου, τα χαρακτηριστικά της ζώνης όπου κείται το οικόπεδο καθώς και το κανονιστικό πλαίσιο που ισχύει για την ζώνη αυτή και τις ανάγκες σε σχέση με την πολεοδομία της ζώνης, ιδίως εκείνη της δημιουργίας δημόσιων χώρων. Τέλος, πρέπει να εξετάσει τη δυνατότητα να προβεί σε νέα απαλλοτρίωση και να καταβάλλει χωρίς καθυστέρηση αποζημίωση στον θιγόμενο ιδιοκτήτη.
29. Από μόνη της, η δημοσίευση της απόφασης, η οποία επιβεβαιώνει την άρση της απαλλοτρίωσης δεν οδηγεί στην οικοδομησιμότητα του οικοπέδου. Το οικόπεδο παραμένει «μη τακτοποιημένο από πολεοδομική άποψη» και καμία άδεια δόμησης δεν μπορεί να χορηγηθεί όσο εκκρεμεί η διαδικασία τροποποίησης του σχεδίου πόλης.
Β. Εισαγωγικός νόμος του Αστικού Κώδικα
30. Τα άρθρα 105 και 106 του εισαγωγικού νόμου του Αστικού Κώδικα έχουν ως εξής:
Άρθρο 105
«Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του Δημοσίου κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το Δημόσ