Μεταφραστική Υπηρεσία Υπουργείου Εξωτερικών, Αθήνα
SERVICE DES TRADUCTIONS DU MINISTERE DES AFFAIRES ETRANGERES DE LA REPUBLIQUE HELLENIQUE, ATHENES
HELLENIC REPUBLIC, MINISTRY OF FOREIGN AFFAIRS, TRANSLATION SERVICE, ATHENS
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ
ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ
ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ
AΠΟΦΑΣΗ
ΕΠΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΚΤΟΥ
της προσφυγής αριθ. 18933/03
που κατατέθηκε από τον Θεόδωρο ΚΟΝΤΟ κατά της Ελλάδας
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (πρώτο τμήμα), συνεδριάζοντας στις 26 Μαΐου 2005 σε τμήμα αποτελούμενο από τους:
Κύριο Λ. ΛΟΥΚΑΪΔΗ, πρόεδρο,
Κύριο Κ.Λ. ΡΟΖΑΚΗ,
Κύρια F. TULKENS,
Κυρία E. STEINER,
Κύριο K. HAJIYEV,
Κύριο D. SPIELMANN,
Κυρία S.E. JEBENS, δικαστές,
και τον κύριο S. NIELSEN, γραμματέα τμήματος.
Λαμβάνοντας υπόψη την πιο πάνω αναφερόμενη προσφυγή που κατατέθηκε στις 12 Ιουνίου 2003,
Λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν από την εναγόμενη κυβέρνηση και εκείνες που κατατέθηκαν σε απάντηση από τον προσφεύγοντα.
Αφού διασκέφθηκε, εκδίδει την πιο κάτω απόφαση:
ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων, κ. Θεόδωρος Κοντός, έλληνας υπήκοος που γεννήθηκε το 1951, είναι σήμερα κρατούμενος στην φυλακή της Χαλκιδικής. Εκπροσωπείται ενώπιον του Δικαστηρίου από τον κύριο Π. Βασιλακόπουλο, δικηγόρο του Συλλόγου της Αθήνας. Η εναγόμενη κυβέρνηση εκπροσωπείται από τους απεσταλμένους του αντιπροσώπου της, κύριο Β. Κυριαζόπουλο, πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, και κυρία Σ. Τρεκλή, δικαστική αντιπρόσωπο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Α. Οι συνθήκες της υπόθεσης
Τα πραγματικά περιστατικά, όπως εκτίθενται από τους διαδίκους, μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:
Την 1η Δεκεμβρίου 1995, η Υ.Κ., γιαπωνέζα υπήκοος, κατέθεσε μήνυση κατά του προσφεύγοντος για επανειλημμένους βιασμούς, παράνομη κατακράτηση και κλοπή. Οι καταγγελόμενες πράξεις φέρονται να έλαβαν χώρα μεταξύ της 25 και της 28 Νοεμβρίου 1995, κατά την διάρκεια της διαμονής της Υ.Κ. στην Ελλάδα. Αυτή εξετάστηκε δύο φορές στην αστυνομία χωρίς να είναι παρών ο προσφεύγων ή ο δικηγόρος του.
Η δικάσιμος ενώπιον του κακουργοδικείου Αθηνών ορίστηκε για τις 23 Μαρτίου 1998. Την ημερομηνία αυτή, η Υ.Κ. δεν παρουσιάστηκε ενώπιον του δικαστηρίου. Φαίνεται ότι αυτή δεν κλητεύθηκε να παραστεί, διότι οι ιαπωνικές αρχές ζητούσαν ένα παράβολο 15 δολαρίων, ποσό το οποίο οι ελληνικές αρχές αρνήθηκαν να καταβάλουν. Το κακουργοδικείο ανέβαλε την υπόθεση, για τον λόγο ότι η μαρτυρία της φερόμενης ως θύματος ήταν απολύτως απαραίτητη για την διακρίβωση της αληθείας (απόφαση αριθ. 70-71-72/1998). Μία νέα δικάσιμος ορίστηκε για τις 5 Οκτωβρίου 1998 και αναβλήθηκε εκ νέου για τον ίδιο λόγο (απόφαση αριθ. 205 και 206/1998).
Στις 26 Απριλίου 1999, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του προσφεύγοντος ζήτησε μία τρίτη αναβολή της συζήτησης, για τον λόγο ότι η Υ.Κ. δεν είχε κλητευθεί να παραστεί. Το κακουργοδικείο απέρριψε το αίτημα αυτό διότι η κλήτευση της Υ.Κ. ήταν αδύνατη. Ανέγνωσε τις καταθέσεις της και, αφού εξέτασε πέντε μάρτυρες κατηγορίας, κήρυξε τον προσφεύγοντα ένοχο όλων των πράξεων για τις οποίες κατηγορείτο, με εξαίρεση την κλοπή, και τον καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης έξι ετών και οκτώ μηνών (απόφαση αριθ. 114-115-116/1999). Ο προσφεύγων άσκησε έφεση κατά της απόφασης αυτής.
Στις 6 Νοεμβρίου 2000, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του προσφεύγοντος ζήτησε την αναβολή της συζήτησης, για τον λόγο ότι η Υ.Κ. δεν είχε κλητευθεί να παραστεί. Πρότεινε να καταβάλει ο ίδιος τα έξοδα που απαιτούντο για την κλήτευσή της. Το Εφετείο Αθηνών απέρριψε το αίτημα αυτό για τον λόγο ότι η Υ.Κ. δεν παραστάθηκε ως πολιτικώς ενάγουσα στη συζήτηση του πρώτου βαθμού και, ως εκ τούτου, η κλήτευσή της δεν ήταν υποχρεωτική. Αποφαινόμενο επί της ουσίας, το Εφετείο κήρυξε τον προσφεύγοντα ένοχο παράνομης κατακράτησης και ενός βασμού και τον απάλλαξε από τις υπόλοιπες κατηγορίες. Του επέβαλε ποινή φυλάκισης πέντε ετών και οκτώ μηνών (απόφαση αριθ. 524-525-526/2000).
Στις 19 Δεκεμβρίου 2000, ο προσφεύγων άσκησε αίτηση αναίρεσης, προβάλλοντας ως μοναδικό λόγο την φερόμενη έλλειψη αιτιολογίας της αναιρεσιβληθείσας απόφασης. Η συζήτηση έλαβε χώρα στις 6 Δεκεμβρίου 2002. Στις 10 Δεκεμβρίου 2002, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του προσφεύγοντος κατέθεσε ένα υπόμνημα με το οποίο παραπονέθηκε ότι η καταδίκη του εν απουσία του φερομένου ως θύματος των πράξεων για τις οποίες κατηγορείτο, προσέβαλε τα δικαιώματά του που προστατεύο